- ομόρρυθμος
- -η, -ο (Α ὁμόρρυθμος και ιων. τ. ὁμόρυσμος, -ον)αυτός που έχει τον ίδιο ρυθμό, την ίδια μορφή με κάποιον άλλο, ομοιότυπος, ομοιόρρυθμος, ομοειδής, ομοιόμορφοςνεοελλ.φρ. «ομόρρυθμη εταιρεία» — προσωπική εταιρεία στην οποία κάθε εταίρος ευθύνεται αλληλέγγυα και απεριόριστα με όλη την περιουσία του για όλες τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η εταιρεία.επίρρ...ομορρύθμως και ομόρρυθμα (Α ὁμορρύθμως)κατά όμοιο ρυθμό, με ομόρρυθμο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + ῥυθμός (πρβλ. ομοιό-ρρυθμος)].
Dictionary of Greek. 2013.